Tα φυσικά τοπία της Ελλάδας είναι γνωστά σε όλο τον κόσμο αλλά οι φυσικές καταστροφές των τελευταίων ημερών είναι κάτι που επίσης αναφέρθηκε παγκοσμίως.
Πέρα από την άμεση σωματική βλάβη που μπορεί να υπάρξει από τις φυσικές καταστροφές, οι συνέπειες τέτοιων γεγονότων αποκαλύπτουν ένα βαθύτερο ψυχολογικό τραύμα που δεν συσχετίζεται μόνο με τους πληγέντες, αλλά κι με τους υπόλοιπους συμπολίτες.
Συναισθηματικές αντιδράσεις στην φυσική καταστροφή
Οι φυσικές καταστροφές προκαλούν ένα ευρύ φάσμα ψυχολογικών αντιδράσεων. Οι αρχικές αντιδράσεις περιλαμβάνουν σοκ, δυσπιστία και μούδιασμα στο συμβάν. Καθώς έρχεται όμως υπάρχει η συνειδητοποίηση της κατάστασης, πολλοί βιώνουν θλίψη, θυμό, απόγνωση, ακόμη και ενοχές. Ειδικά αν πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να είχαν κάνει κάτι διαφορετικό για να προστατεύσουν τον εαυτό τους, τους οικείους τους ή ακόμα την περιουσία τους.
Μετά τις πυρκαγιές, η θέα απανθρακωμένων δέντρων και τοπίων μπορεί να προκαλέσει βαθιά συναισθήματα απώλειας. Όχι μόνο για την προσωπική περιουσία που χάθηκε, αλλά για την βίαιη αποψίλωση των δασών μέσω της φωτιάς. Οι πλημμύρες, από την άλλη πλευρά, παρασύρουν ότι βρίσκουν στο διάβα τους με βίαιο τρόπο.
Χρόνιο Στρες και Τραύμα
Για ορισμένους, η άμεση συναισθηματική αντίδραση στο ακραίο αυτό γεγονός δίνει τη θέση της στο χρόνιο στρες, το άγχος, ακόμη και τη διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD). Τα απρόβλεπτα συμβάντα που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή επιδεινώνει τα αισθήματα ευπάθειας και της έλλειψης ελέγχου. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν τέτοια γεγονότα συμβαίνουν με ταχεία διαδοχή, δίνοντας στα άτομα λίγο χρόνο για να ανακάμψουν συναισθηματικά πριν αντιμετωπίσουν μια νέα πρόκληση. Κάτι που συνέβη φέτος, μετά τις πυρκαγιές ήρθαν οι πλημύρες .
Tο φαινόμενο Ripple της κλιματικής αλλαγής
Καθώς η συχνότητα των ακραίων κλιματικών γεγονότων αυξάνεται, δομείται μια υποσυνείδητη τάση συνεχούς άγχους που ταλαιπωρεί το κοινωνικό σύνολο. Αυτό το «προληπτικό άγχος» καθοδηγείται από την αβεβαιότητα για το ποια καταστροφή θα συμβεί στη συνέχεια και την αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι αυτό που κάποτε θεωρούνταν «εξαιρετικά σπάνιο» μπορεί να γίνει «κανονικό».
Ένα τέτοιο χρόνιο περιβαλλοντικό στρες μπορεί να επηρεάσει τις δομές της κοινωνίας μας.Οι άνθρωποι μπορεί να γίνουν πιο απρόθυμοι να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο ή, αντίθετα, να υποχωρήσουν περισσότερο στη μοίρα. Οι κοινωνικοί δεσμοί μπορεί είτε να ενισχυθούν καθώς οι κοινότητες συνδέονται με κοινό τραύμα είτε να αποδυναμωθούν λόγω μετατόπισης ή διαφορετικών μηχανισμών αντιμετώπισης.
Συλλογική Θλίψη και Οικο-Άγχος
Αυτό που βιώνει η Ελλάδα είναι μια μορφή συλλογικής θλίψης, όχι μόνο για τις απτές απώλειες αλλά και για ένα προσδοκώμενο μέλλον. Αυτή η αίσθηση θλίψης είναι συνυφασμένη με το «οικολογικό άγχος», έναν όρο που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον τρόμο και την αδυναμία που συνδέονται με την παρακολούθηση της αργής υποβάθμισης του περιβάλλοντός μας. Η διαδικασία του πένθους αφορά τόσο την καταπολέμηση της απώλειας ενός προβλέψιμου και ασφαλούς μέλλοντος όσο και την αντιμετώπιση της παρούσας καταστροφής.
Ανθεκτικότητα και Προσαρμογή
Αν και ο ψυχολογικός αντίκτυπος αυτών των γεγονότων είναι αναμφισβήτητος, είναι επίσης σημαντικό να αναγνωρίσουμε την εγγενή ανθεκτικότητα των ατόμων και των κοινοτήτων. Ενόψει των αντιξοοτήτων, πολλοί βρίσκουν θάρρος, σφυρηλατούν βαθύτερους δεσμούς με τους συνανθρώπους τους και αξιοποιούν κάθε μέσο για το κοινό καλό.
Οι παρεμβάσεις από επαγγελματίες ψυχικής υγείας μπορεί να είναι κρίσιμες σε αυτές τις καταστάσεις. Παρέχοντας φροντίδα με πληροφόρηση για το τραύμα, ενθαρρύνοντας τις συζητήσεις στην κοινότητα και προσφέροντας στρατηγικές αντιμετώπισης, οι ειδικοί ψυχικής υγείας μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο βοηθώντας τους συνανθρώπους μας να διαχειριστούν και να προσαρμοστούν σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται μεγάλη προσπάθεια από την επιστημονική κοινότητα των ψυχολόγων ώστε να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη για την κλιματική αλλαγή και το περιβάλλον.
Οι πρόσφατες εμπειρίες της Ελλάδας με τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες προσφέρουν έναν οδυνηρό προβληματισμό για τη βαθιά συνυφασμένη σχέση μεταξύ του περιβάλλοντός μας και της ψυχολογικής μας ευεξίας.
Καθώς ο αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής εντείνεται, καθίσταται ζωτικής σημασίας να αντιμετωπιστούν οι συναισθηματικές και ψυχολογικές ανάγκες όσων επηρεάζονται, ενώ συγκεντρώνονται επίσης συλλογικές προσπάθειες για τον μετριασμό και την προσαρμοστική ανθεκτικότητα.
Το μέλλον μας μπορεί να είναι αβέβαιο, αλλά η ικανότητά μας να το αντιμετωπίζουμε με ενότητα, ενσυναίσθηση και ανθεκτικότητα παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα δυνατά μας σημεία.
Αντώνιος Καλέντζης, Ψυχολόγος, Συγγραφέας MISCP Assoc
Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του νέου τμήματος του Βρετανικού Συλλόγου Ψυχολόγων “ Συντονιστική Ομάδα Δράσης για το Κλίμα και το Περιβάλλον”